Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

«Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα»

Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
Δε γαμιέσαι ρε Κουφοντίνα
...πάνε  γ α μ ή σ ο υ  ρε
            Κουφοντίνα._

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η γυναίκα του Βλάχου (Απόσπασμα)


_Χριστιανέ μου θα πας? Περιμένει η γυναίκα….
Το ‘πε μια φορά και σηκώθηκε και έφυγε και ούτε που γύρισε πίσω. Είμαι σίγουρη πως εκείνη την στιγμή που ξεμάκραινε αν της φώναζε…’’Μαρίνα….έλα έλα …η καρδιά μου…κάτι μ έπιασε’’, δεν θα του ‘δινε καμία σημασία κ θα συνέχιζε το γοργό της βήμα. Τόσο εκνευρισμένη ήτανε μαζί του.
  Ήτανε καλοκαίρι….κρατούσε ένα λευκό μαντήλι και πότε πότε σκούπιζε το στήθος της απ τον ιδρώτα κι άλλοτε το μέτωπό της. Καλοκαίρι ήταν που 'χε παντρευτεί και τον Αντώνη….όχι όμως τον Αντώνη που έβριζε προ λίγο και που βαριόταν να σηκωθεί να πάει να πάρει την αδερφή της απ το πρακτορείο που χε έρθει απ το Ναύπλιο να τους δει. Καλοκαίρι ήταν που χε παντρευτεί τον Αντώνη το ομορφόπαιδο, εκείνον που έβγαινε στην πλατεία κ όλες τότε θυμόντουσαν να πάνε να πάρουνε ψωμί, εκείνον που όλοι οι χωριανοί τον φώναζαν να τους οργώσει το χωράφι. Κι όταν αυτός ρωτούσε…’’μα καλά μπαρμπά -Λευτέρη, πριν μια βδομάδα δε το όργωσα’’?......ο φουκαράς ο κυρ-Λευτέρης έλεγε ότι κουτουράδα βάζει ανθρώπου νους για να δικαιολογηθεί στον Αντώνη και να μην φανεί πως έκανε χατίρι στην θυγατέρα του.
  Θυμάμαι ένα στιχάκι που έλεγε η γιαγιά στην θεία την Ματούλα που έκανε κόνξες παλιά στον θείο τον Παντελή και έλεγε πως δεν τον ήθελε-άσχημα της έπεσε, τέλως πάντων-…την έπιανε απ το χέρι και της ψιθύριζε …’’παντρέψου τώρα που σαι νιά που σε θέλουν τα παιδιά’’.
  Ο Αντώνης μια χαρά το τήρησε αυτό, παντρεύτηκε στον καιρό του και με όλη του την ομορφάδα. Όχι ότι τώρα είναι άσχημος, αυτό δεν μπορώ να το πω. Μπορώ να πω όμως πως βρίσκω τρισάθλιο το γεγονός να 'χεις φάει το καρπούζι σου, να χεις αφήσει τις φλούδες πάνω στο τραπέζι, να μην έχεις σκουπιστεί καλά, να σε δέρνουν οι μύγες και εσύ να κοιμάσαι. Κάτι τέτοια έβλεπε η καημένη η Μαρίνα και τον παρατούσε κι έφευγε κι ύστερα έβγαινε αυτός και την έψαχνε ή στην θεία τη Ματούλα ή στην κυρά-Λένη την δασκάλα.
  Με τα πολλά κάποια στιγμή σηκώθηκε.
Τώρα…..εδώ που τα λέμε και αυτός ο φουκαράς όλη μέρα στα χωράφια σκοτωνόταν. Γι αυτό με το που ξάπλωνε λίγο τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος και άϊντε να τον σηκώσεις μετά. Όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία για την γυναίκα του. Σημασία είχε πως καθόταν μέχρι αργά στο καφενείο και έπαιζε χαρτιά…αυτό την πείραζε και αυτό ήταν η αιτία που δεν μπορούσε να σηκωθεί ανά πάσα στιγμή. Άντε όμως πάνε πες εσύ σ έναν άντρα να μην πάει στο καφενείο τα απόγευμα μετά το χωράφι…πες το.
  Ανέβηκε στο παλιό του φορτηγάκι και κάτι της είπε την ώρα που έφευγε….ούτε αυτός όμως νοιάστηκε αν τον άκουσε, ούτε αυτή προσπάθησε να ξεμπλέξει τις λέξεις του απ το γουρ-γουρ της μηχανής….έφυγε.
  Είχε αρχίσει να δροσίζει, αυτή η μεσημεριανή κάψα υποχωρούσε σιγά σιγά κ έδινε την θέση της σε μια ήρεμη και χαμηλών τόνων δροσούλα η οποία μαζί της έφερνε κι όλες τις μυρωδιές απ τους μπαξέδες του χωριού στις αυλές των σπιτιών.







Ελένη (Απόσπασμα)



Θυμάμαι πάντα τα καλοκαίρια που ερχόταν όλοι οι μεγάλοι στο χωριό. Ακούγαμε εμείς οι μικροί τις κόρνες των αυτοκινήτων και αρχίζαμε να τρέχουμε από πίσω τους. Βγαίνανε τότε στα μπαλκόνια οι συγχωριανοί και χαιρετούσαν όλο τον κόσμο. Η μεγάλη φασαρία γινόταν όταν ερχόταν οικογένειες που ζούσαν στην Αυστραλία ή στην Αμερική. Εκεί να δεις χαρές και κλάματα. Τρέχανε όλοι να τους καλωσορίσουν, τρέχαμε κι εμείς μπας και κονομήσουμε κανένα ζαχαρωτό.
Έτσι ήταν πάντα το χωριό μου, χαρές και πανηγύρια, γλέντια και ξενύχτια. Όχι πως δεν είχαμε κι εμείς τους καβγάδες μας και τις διαφωνίες μας. Όλοι μάλωναν μεταξύ τους για ασήμαντες αφορμές. Άλλος για τα χωράφια ,άλλος για τις κότες που μπήκαν στον μπαξέ και του ‘φαγαν τις ντομάτες και χίλιες δύο άλλες χαζομάρες. Πάντα όμως τα προσπερνούσαν και χαιρετιόντουσαν αρχικά στην πλατεία και αργότερα πίνανε ούζα οι άντρες στο καφενείο και καφέ οι γυναίκες στην αυλή. Να τα θυμάσαι δηλαδή και να τους κοροϊδεύεις !
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν που 'χαμε πάει στο χωριό,τα αδέρφια του πατέρα μου ήταν ήδη εκεί. Όλη η άδεια των γονιών μου και η διαμονή μας εκεί μου είχε μείνει αξέχαστη. Κι ίσως αυτή να είναι η αιτία που εκείνη την περίοδο την έχω ακόμη νωπή στην μνήμη μου κι ας έχουν περάσει 25 χρόνια. Ίσως πάλι γιατί ήμουν σε κάποια σημαντική για την μνήμη ηλικία και κάποια πράγματα καταγράφηκαν με «καλό μελάνι»  και δεν έσβησαν ποτέ.
 Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν δε θα ξεχάσω ένα ζευγάρι το οποίο συνάντησα ένα βράδυ στην αυλή του σπιτιού μας. Είχα πάει στο σπίτι του θειου Νίκου να δω την Ελένη κι όταν γύρισα τους βρήκα εκεί με τους γονείς μου και κάτι γείτονες.Θυμάμαι-και μου χε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε- πως όση ώρα ήταν εκεί εκείνος της κρατούσε το χέρι. Το ωραίο όμως ήταν πως του το κρατούσε και εκείνη. Πολύ μου είχε αρέσει αυτό τότε. Ίσως γιατί δεν το 'χα δει ποτέ στους δικούς μου. Εκτός δηλαδή από κάτι πεταχτά φιλάκια που έσκαγε η μαμά στον μπαμπά,δεν με είχαν εκπλήξει ποτέ με κάτι τόσο απλό και όμορφο.
Ήταν ένα πολύ όμορφο αντρόγυνο γύρω στα 60 καλοστεκούμενο και πολύ εμφανίσημο.Είχε μαζευτεί κι άλλος κόσμος απ το χωριό στην αυλή μας όπως γίνεται συνήθως τα βράδια του καλοκαιριού που ανταμώνουν όλοι όσοι είναι εκτός χωριού και αρχίζουν να λένε τα νέα τους. Θυμάμαι και μένα που χα πάρει θάρρος από ένα μαντζούνι που μου ‘χε δώσει ο συμπαθής αυτός κύριος και τον είχα ζαλίσει τον χριστιανό να του τραβάω το σακάκι και για άλλα ζαχαρωτά. Ζούσαν χρόνια στην Αυστραλία και είχε πει τότε ο άντρας της κυρίας πως θα θελε όταν θα τελείωναν απ τις υποχρεώσεις τους στο εξωτερικό να επέστρεφαν στο χωριό για να χαρούν την σύνταξή τους στην εξοχή γιατί πολύ του ‘χε αρέσει και ο τόπος μας και οι άνθρωποι.
"Είσαστε πολύ ωραία εδώ",είχε πει ο κύριος σε μια στιγμή, "ε λοιπόν το αποφάσισα. Όταν με το καλό βγω στην σύνταξη θα αγοράσουμε ένα σπίτι εδώ και θα ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας μαζί σας. Είστε μα την αλήθεια υπέροχοι άνθρωποι!"
Έπειτα από χρόνια-φοιτήτρια στην Αθήνα πια εγώ-έμαθα πως εκείνος ο συμπαθέστατος κύριος με το τέλος της άδειας του και την επιστροφή τους στην Αυστραλία σκοτώθηκε σε ένα εργατικό ατύχημα στη δουλειά του. Όσο για την γυναίκα του, τυλιγμένη μες το σκοτάδι γύρισε στην Ελλάδα και πέθανε ένα πανέμορφο απόγευμα του Σεπτέμβρη ένα χρόνο ακριβώς μετά τον θάνατο του συζύγου της.


Lyon

Έλεγα πάντα πως ο άνθρωπος τις πιο καθαρές σκέψεις τις κάνει στην αρχή και στο τέλος της ημέρας. Δεν έκατσα ποτέ να το δικαιολογήσω ή να το αιτιολογήσω. Μου φαινόταν φυσικό σαν το φως που σχημάτιζε μικρά ξίφη μέσα απ τα παλιά παντζούρια μου κάθε πρωί και σαν το σκοτάδι της νύχτας που με ξεσήκωνε κι έπαιρνα τους δρόμους όταν ήμουν νέος … το ίδιο δρομολόγιο αιώνες τώρα…. μέρα-νύχτα… μέρα νύχτα.Προσπαθούσα λοιπόν πάντα εκείνες τις ώρες του24ώρου να βρίσκομαι μόνος είτε απολαμβάνοντας έναν φρέσκο καφέ το πρωί στο μικρό μου μπαλκόνι συνοδευόμενο από κάποιο γλύκισμα αγνώστου προελεύσεως είτε κοιτάζοντας το ταβάνι ανάσκελα τις νύχτες προσπαθώντας να βάλω κώματα δασείες και παρενθέσεις στις σκέψεις μου.Νύχτα ήταν που είχα αποφασίσει να αγοράσω ένα σαξόφωνο του οποίου η σκέψη μου στέρησε πολλές ώρες βραδινού ύπνου. Θεόρατο απωθημένο της νεαρής μου ηλικίας που ποτέ δεν του χαμογέλασε κανείς μέσα στο σπίτι που ζούσα.Νύχτα επίσης ήταν κι όταν πείστηκα πως πρέπει να ασχοληθώ με κάτι σοβαρό στη ζωή μου και εν πάση περιπτώσει να μάθω κάτι. Δεν ξέρω αν έφταιγε το μισοσκόταδο στο δωμάτιο ή τα λίγα ξύλα στη σόμπα τα οποία δεν θα κρατούσαν για πολύ ώρα ακόμα το δωμάτιό μου ζεστό αλλά αυτή η ανασφάλεια με έπνιγε ώρες-ώρες και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Όχι γιατί φοβόμουνα το μέλλον που έτρεχε και ούτε πως ήθελα να γίνω κάποιος σπουδαίος…. Κάθε άλλο .Βαριόμουν μέχρι επώδυνου θανάτου τις ατελείωτες συζητήσεις της μητέρας μου για το μέλλον. Η ίδια δεν είχε σπουδάσει κάτι-αν εξαιρέσουμε τα μαθήματα βιολιού που έκανε μικρή- και ίσως γι αυτό ήθελε να γίνουμε εμείς-εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός- αυτό που δεν έγινε αυτή. Αυτό που με τρόμαζε δεν ήταν το άγνωστο που θα ερχόταν χωρίς να έχω τα κατάλληλα εφόδια να το αντιμετωπίσω αλλά οι μέρες που θα περνούσαν από μπροστά μου και δεν θα μπορούσα να τις ζήσω…. όπως τουλάχιστον ήθελα εγώ.«Γονικό» σύνδρομο πιο διαδεδομένο κι απ τον καρκίνο»… έτσι χαρακτήριζε το εγωιστικό ενδιαφέρον των γονιών για τα παιδιά τους μια κυρία που χα γνωρίσει κάποτε σε μία τράπεζα.Θυμάμαι επίσης αμυδρά πως νύχτα είχα αποφασίσει πως ότι και να συμβεί σε αυτό τον κόσμο δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσω να αγαπώ τον μεγάλο μου αδερφό. Ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο περνούσα την καθημερινότητά μου και αυτός με τον οποίο μοιραζόμουν τα πάντα. Αν κάποια λέξη μπορώ να θυμηθώ από κείνες που μας έλεγε η μάνα μας θα ήταν σίγουρα η λέξη «αγαπημένοι». Ήμασταν κάτι παραπάνω όμως. Υπήρχε θαρρείς μια μυστική συμφωνία ανάμεσά μας για αιώνια πίστη του ενός στις αρχές του άλλου αλλά και για ένα ισχυρό δέσιμο μέχρι τον θάνατο.Υπήρχαν πάντα σκέψεις που άλλοτε βασάνιζαν το μυαλό μου και άλλοτε το διασκέδαζαν. Μπορούσα να σκέφτομαι διάφορα την ώρα που δούλευα ή να έκανα σχέδια την ώρα που έπινα καφέ με τους φίλους μου. Επίσης με θυμάμαι ένα απόγευμα να πέφτω με το ποδήλατο μου πάνω σε μια γιαγιά γεμάτη σακούλες και να κλαίω από τα γέλια και όχι από τον σχετικά σοβαρό τραυματισμό μου.Ζούσαμε σε μία αμερικάνικη πολιτεία από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και η ζωή μου δεν είχε καμία διαφορά από την ζωή οποιουδήποτε χωριατόπαιδου που μεγάλωνε σε μια πολιτεία της Αμερικής. Η Βιρτζίνια ήταν η καταγωγή του πατέρα μου. Αμερικανός από Αμερικάνους γονείς και γέννημα θρέμμα της Βιρτζίνια μεγάλωσε σε μια βαθιά συντηρητική οικογένεια με πέντε παιδιά. Άνθρωπος απλός και χαμηλών τόνων υπήρξε πάντα το υπόδειγμα για όλους μέσα στην μικρή κοινωνία που ζούσε. Εργάστηκε σε μία τράπεζα αμέσως μετά το τέλος του σχολείου και ο πόλεμος τον έστειλε στην Ευρώπη μαζί με χιλιάδες άλλους Αμερικανούς για να γράψει κι αυτός την δική του ιστορία στις σελίδες του παρανοϊκού και χωρίς αιτία Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μέσα στην δύνη του πολέμου και ανάμεσα σε φορτηγά πυροβόλα και νεκρά σώματα γνώρισε ο πατέρας μου την μάνα μου. Η ίδια δεν πολυμιλούσε για εκείνον τον καιρό πάρα πολύ .Τις λίγες φορές που θυμάμαι να την είχα ρωτήσει το μόνο που θυμάμαι να μου λέει και να μου ξαναλέει είναι το πόσο γενναίος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου. Προσπαθούσα-απεγνωσμένα πολλές φορές- να αντλήσω πληροφορίες από κείνη την εποχή αλλά ήταν μάταιο .Ήταν λες και είχα μπροστά μου ένα παζλ από το οποίο μου έλειπαν κομμάτια και έπρεπε πάση θυσία να τα βρω. Όταν διαπίστωσα πως πλήγωνα την ψυχή της σταμάτησα να ρωτάω και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι αυτό. Είχα μείνει με μια μουντζουροζωγραφιά την οποία αυτοβούλως είχα ονομάσει «πατέρα». Έπειτα απ όλο αυτό δεν μπορούσε σε κανέναν να ηχήσει παράξενο πως η μάνα μου ήταν το μοναδικό πρόσωπο που θυμάμαι από μικρός. Ψηλή και αδύνατη σου έδινε την αίσθηση ότι είναι ηθοποιός ή χορεύτρια. Είχε κάτι το αριστοκρατικό πάνω της χωρίς να έχει ιδιαίτερες ρίζες. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα και ο πατέρας της Αμερικάνος. Πολλές φορές μετά το μεσημεριανό καθόμασταν έξω στο μπαλκόνι σε κάτι μεγάλες ψάθινες καρέκλες και μας έλεγε ιστορίες για τους γονείς της. Μίλαγε και μας κοίταγε στα μάτια ανά ίσα χρονικά διαστήματα τον καθένα λες και χρονομετρούσε το βλέμμα της. Όταν δε ήθελε να δώσει έμφαση σε μία πρόταση έκανε κάτι ακανόνιστες κινήσεις με τα χέρια της και γούρλωνε τα μεγάλα μαύρα μάτια της για να προσέξουμε αυτό που θα έλεγε. Ξανθιά με μεγάλα μαύρα μάτια… Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν! Έλεγε πάντα ιστορίες από το παρελθόν γιατί ήξερε πως μόνο έτσι ησυχάζαμε. Μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια στη Γαλλία και για την πόλη που μεγάλωσε. Μας διηγιόταν πράγματα από την εφηβεία της, τις συνήθειες της και για το πώς ο πόλεμος κατέστρεψε και έκοψε στη μέση την ζωή όλων.Έτσι περνούσαν οι μέρες μου, άλλοτε καλές και άλλοτε κακές. Υπήρχαν περίοδοι που ένιωθα ότι μεγαλουργούσα σε ότι έκανα και υπήρχαν βδομάδες που ήθελα να πεθάνω από κάτι ουδέτερα συναισθήματα μηδενισμού που με κυρίευαν.Είχα ακούσει κάποτε από έναν νέγρο που δούλευε σε ένα χωράφι όχι πολύ μακριά από το σπίτι μας πως το σημαντικό στην ζωή δεν είναι οι  ημέρες της ζωής μας να είναι η μία πιο ξεχωριστή από την άλλη αλλά να είναι όλες ομοιόμορφα ίδιες μεταξύ τους αρκεί να έχουν να κάνουν με σένα.Κάπου εκεί νομίζω πως ήταν εκείνο το πρωινό που πήρα ίσως την σημαντικότερη απόφαση στη ζωή μου… να φύγω.
Και έφυγα.
Η Γαλλία ήταν για μένα ένα παραμύθι, τίποτα παραπάνω. Μια γλυκιά ώρα ψυχαγωγίας στην οποία αγκαλιά ένα μεγάλο ξύλινο φορτηγάκι και βουλιαγμένοι με τον αδερφό μου στην πελώρια πολυθρόνα ακούγαμε την μάνα μας να μας λέει τις ιστορίες της. Σήμερα που ξανασκέφτομαι εκείνες τις ιστορίες πιστεύω πως ίσως τις έκανε να φαίνονται πιο όμορφες η ίδια γιατί είχε μια πικρή νοσταλγία για την πατρίδα την οποία άλλοι αποφάσισαν να αποχωριστεί.
Σε όλο εκείνο το ταξίδι μου από την Βιρτζίνια ως την Ευρώπη και μετέπειτα την Γαλλία σκέφτηκα περίπου είκοσι εφτά φορές να γυρίσω πίσω. Θυμάμαι τον εαυτό μου να βγαίνω στο κατάστρωμα και να με κυριεύει ένας αδικαιολόγητος τρόμος. Δεν κατάφερα ποτέ να καταλάβω τι ήταν εκείνο που με ‘κανε να ξαναμπαίνω αμέσως στην καμπίνα μου.
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα στο Ναύπλιο


Πλήρωσα μόνο την συμμετοχή,πήρα τα φάρμακα κ έφυγα….

έξω ο ήλιος είχε θρονιαστεί για τα καλά πάνω στην θάλασσα κ δροσιζόταν,

περπατούσα κ η μύτη μου άρπαζε κάτι περίεργες μυρωδιές που δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν….

πέρασα απ την πλατεία με το πλατάνι & στο καφενείο ήταν μόνο κάτι παππούδια που καθόταν κ δεν μιλούσαν….μόνο κοίταγαν…..

για μια στιγμή φύσηξε ένα αεράκι- δροσερό, όχι κρύο- κ άρχισε να γρατζουνάει πάνω στο καλντερίμι τα ξερά κλαδιά που βαριεστημένα πήγαιναν από δω κι από κει……

δυό κοπελίτσες- γυρνούσαν μάλλον στο σπίτι τους πριν πάρει να νυχτώνει- περπατούσαν βιαστικά κρατώντας τα βιβλία τους. Μιλούσαν σιγανά κ γελούσαν δυνατά…….

Σταμάτησα στο συνοικιακό περίπτερο, έσκυψα στο παραθυράκι να ζητήσω τον καπνό μου & μου ‘ρθε η γνωστή μυρωδιά του περιπτέρου στα πνευμόνια. Το ίδιο βαριεστημένα σαν τα πλατανόφυλλα ο συμπαθής γεράκος μου ‘δωσε αυτό που θα με σκοτώσει σε δώδεκα χρόνια κι έφυγα….

Στην αυλή του σπιτιού που νοικιάζω η κυρά-Φωτεινή ποτίζει τα λουλούδια της…’’να τα ποτίζεις πάντα απόγευμα ή βράδυ με τη δροσιά’’ μου λέει…..

βάζω το κλειδί κ καθώς κλείνω την πόρτα πίσω μου καταλαβαίνω τι ήταν εκείνες οι μυρωδιές στην πλατεία…μανώλιες ήτανε, της κυρίας Γυμνασιάρχου…βέβαια……

στρίβω ένα τσιγάρο κ μετά την πρώτη γευστική ρουφηξιά το σβήνω… με τον καπνό δεν μπορώ να πιάσω τις μυρωδιές των λουλουδιών….

αύριο πρωί-πρωί λέω να φύγω.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες



Έφτασε λοιπόν ο καιρός που το χαριτωμένο αυτό τραγουδάκι με τις επιθετικές γεμάτες παραμόρφωση κιθάρες να έρθει στην επικαιρότητα και πάλι.
Έφτασε ο καιρός αγαπημένοι συμπολίτες μου να κλάψει κάθε πικραμένος,έφτασε ο καιρός να κουραστούνε όλοι απ' το θέατρο που έπαιζαν τόσο καιρό και να εξομολογηθούν με κατεβασμένη μουτσούνα μπροστά στον καθρέφτη τους: «Τα πράγματα δεν πάνε καλά».
Πάει καιρός τώρα που βλέπω πράγματα στους δρόμους της πόλης που μεγάλωσα και τρομάζω.Θα σας αναφέρω μερικά παρακάτω αλλά πριν απ όλα θα σας πω γι αυτό που έπαθα προχτές και νομίζω πως αυτό ήταν που με ταρακούνησε για να κάτσω να γράψω.
«Ήταν μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη……»……όχι-όχι….δεν πρόκειται για παραμύθι  γι αυτό δε θα τα αρχίσω έτσι.Όχι ότι δεν ήταν κρύα εκείνη η μέρα.Ήταν και παρά ήταν και έκανα και το μέγα λάθος να πάρω το ποδήλατο για να πάω να πάρω κατι πραγματάκια από ένα super market αρκετά μακριά από κει που μένω.
Έφτασα κι αφού μπήκα μέσα σαν καλό παιδί που το στέλνει η μαμά του να πάρει "τυρί ,ρύζι,καφέ,γάλα,καμπά" πήρα το καλαθάκι μου  & άρχισα τις τσάρκες στους διαδρόμους.
Έκοψα τις βόλτες μου με το πάσο μου,έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει όλα τα προ’ι’όντα (όχι ότι θ αγόραζα κάτι εξόν απ αυτά που ήθελα αρχικώς-κομμένα αυτά) κι αφού απέτυχα παταγωδώς να τραβήξω με το κινητό τον κώλο της πιτσιρίκας που έσερνε λάγνα ένα καρότσι μπροστά μου, έβαλα στο καλάθι τα πράγματα μου και πήγα κατά το ταμείο.Πλήρωσα,  κι αφού έβαλα τα πράγματα στην τσάντα μου βγήκα να πάω κατά το ποδήλατό μου.Λίγο πριν φτάσω στο δέντρο που 'χα κλειδώσει το  "μωρό" μου σταματάω ξαφνικά και κοιτάζω κάτω.Μπροστα στην δεξιά πατούσα μου κοίτοταν πεντάμορφο και κουκλίστικο ένα ολόκληρο 10λεπτο.
Οι κινήσεις ήταν αστραπιαίες…σκύβω-το βάζω στην τσέπη-προχωράω.
Έφτασα σπίτι…..& μόνο όταν ξεφόρτωσα τα πράγματα και πήγα να κάτσω στο δωμάτιο μου κατάλαβα τι είχα κάνει.
10λεπτο…σημερινή του αξία νομίζω πως είναι μια μαστίχα.
Διαστάσεις νομίσματος περίπου όσο το μικρό μου νύχι!
Θυμάμαι πριν 4 ή 5 χρόνια γυρνώντας από μια βραδυνή έξοδο κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είχα δει στο πεζοδρόμιο ένα ευρώ.Είχα δει ένα ευρώ και δεν έσκυψα να το πάρω και πριν τρεις μέρες με ταχύτητες Spiderman εξαφάνισα το 10λεπτο απ το πεζοδρόμιο.
Η τρομάρα μου ήταν τόσο μεγάλη που από κει και πέρα άρχισα να τα βλέπω όλα πιο καθαρά…& ίσως πιο αναλυτικά.
_Όχι 20 ευρώ στο βενζινάδικο αλλά 15.
_Όχι ενάμισυ λίτρο Κόκα Κόλα γαμώ τον μπελά σου,πάρε 2 κουτάκια & να λες κι ευχαριστώ.
_Καφές Νικολάκη 3,5 ευρώ?Άσε...πάω να πάρω ένα κουτάκι με 2,5 και κάνω και 15 καφέδες σπιτάκι μου!
…..& για να μην αρχίσω να αναλύω όλες τις περικοπές,καταλήγω πως μια φράση που δεν συμπαθούσα αλλά που έχω αρχίσει να εκτιμώ τελευταία «αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις» την ακούω καθέ μέρα όλο και πιό πολύ και από ανθρώπους που δεν το περίμενα.Μέχρι και το μικρό Γιαννιό το είπε στην Ελενίτσα βγαίνοντας από γνωστό Γερμανικό super market όταν του ζήτησε ένα από αυτά τα πλαστελινοειδή καραμελομάστιχα…..ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕΣ ΝΑ ΤΑ ΞΕΧΑΣΕΙΣ.
"Αν και ο γιός του γείτονα είναι τόσο συνειδητοποιημένος,τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά",σκέφτηκα.
Αποφεύγω να βγαίνω απ το σπίτι όλη τη βδομάδα.Επιλέγω μόνο την Κυριακή γιά να πάω να πιώ έναν καφέ με κάποιον γνωστό μου.Αυτός είναι καλά βολεμένος και έχω την ψευδαίσθηση πως όταν κάνω παρέα μαζί του δεν έχω φόβο γιά την κατάσταση.Τον ακούω να μιλάει γιά όλα αυτά που με τρομάζουν και κάθε φορά που χα'ι'δεύει τα γένεια του θέλοντας κάτι να πει εκπέμπει μιά ανεξήγητη ηρεμία που καταπραΰνει τις φοβίες μου σαν αντιβίωση γιά την σύφιλη.
Τις υπόλοιπες μέρες κάθομαι μέσα και σαπίζω στην αναπαυτική καρέκλα του γραφείου μου στέλνοντας βιογραφικά εδώ κι εκεί.Σπίτι τουλάχιστον μπορώ να επιλέξω να μην ακούω και να μη βλέπω τίποτα.
Κάποτε η Αριστοτέλους σε ώρες αγοράς είχε τρομερή φασαρία.Φορτηγά που διπλοπάρκαραν γιά να ξεφορτώσουν εμπορεύματα,πωλήτριες που έτρεχαν να πάρουν έναν καφέ απ τον Τερκενλή γιά να κάνουν διάλλειμα,καρότσια με κιβώτια που τα έσερναν χαρούμενοι αχθοφόροι,κόσμος στα φανάρια,κόσμος στα μαγαζιά...ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ,ΟΧΙ ΕΞΩ!Κατέβηκα μιά καθημερινή πρωΐ να κάνω μιά δουλειά και η Αριστοτέλους θύμιζε παραμονή Πρωτοχρονιάς λίγο πριν τις 12 που όλοι είναι σπίτια τους.Θύμιζε απόγευμα 15Αύγουστου που ακόμη και τα παππούδια φευγάτα είναι κι έχουν μείνει μόνο αυτοί οι ήρωες οι σερβιτόροι να κουβαλάνε καφέδες και γλυκά σε κάτι ταλαίπωρους Θεσσαλονικείς και κάτι περίεργους τουρίστες.
Πάτησα το πετάλι και κατέβηκα κάτω στη Λεωφόρο Νίκης Κι από κει πήρα το δρόμο γιά το σπίτι.
Σε λίγο δε θα 'χουμε να φάμε.
Μάνα μην κάνεις κρέας ανά δυό μέρες.Φτάνει....Φάγαμε τόσο κρέας που γίναμε κρέατα κι είμαστε έτοιμοι να μας κρεμάσουν απ το τσιγκέλι και να μας βάλουν και μιά τιμή.
Κάνε κάνα μακαρόνι,καμμιά φακί και χόρτα....κόψε χόρτο απ το χωριό γιά θα μας χρειαστεί.
Αγόρασε και αλεύρι και μάζεψέ μας να μας μάθεις πως έκανε ψωμί η γιαγιά.
Πολύ κρύο εφέτος που λεγε κι ένα Κρητικόπουλο κάποτε.
Γελάς μάνα?Σου φαίνονται αστεία όλα αυτά ε?Καλααα....!!!

Υ.Γ:Συγχωρήστε τον απλό και ευθύ μου λόγο αλλά δεν έχω καμμία διάθεση να ξεδιπλώσω εδώ τις συγγραφικές μου δεξιότητες και αρετές.Γράφω αυτά που μου συμβαίνουν κι αυτά που σκέφτομαι όσο πιο  απλά μπορώ χωρίς να τα ντύνω και να τα στολίζω μπας και φανώ καλό ρητοράκι και με πάρει κάνας εκδοτικάριος τελέφωνο να μου κάνει κάνα βιβλίο.Δεν έχω καμμιά διάθεση να δω τα περίφημα γραφτά μου στο blog κανενός άλλου γιατί έχω κι ένα θέμα με τα νεύρα μου,έχω κι αυτές τις δολοφονικές  τάσεις που με κυνηγάν από παιδί..Έτσι όπως έγινε το Ίντερνετ  δεν μπορούμε να φυλαχτούμε από πουθενά οπότε κι εσείς με την σειρά σας….ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΞΕΡΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΞΕΧΑΣΕΤΕ!...:-)

...μου είπε!

Η αναβλητικότητα είναι πρώτη ξαδέρφη του φόβου και η ατολμία αδερφή του βολέματος...μου είπε!